- καταίγδην
- καταίγδην (Α)επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αΐγ-δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταίγδην — coming violently down indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπροκαταΐγδην — Α επίρρ. (για πλοίο) με πολύ ορμητική πλεύση προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + καταΐγδην «ορμητικά, σφοδρά»] … Dictionary of Greek